επιγνωριζω

επιγνωριζω
    ἐπιγνωρίζω
    ἐπι-γνωρίζω
    давать знать, указывать
    

(ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιγνωριζω" в других словарях:

  • επιγνωρίζω — ἐπιγνωρίζω (AM) καθιστώ γνωστό κάτι, ανακοινώνω αρχ. αναγνωρίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐπιγνωρίζει — ἐπιγνωρίζω make known pres ind mp 2nd sg ἐπιγνωρίζω make known pres ind act 3rd sg ἐπιγνωρίζω make known pres ind mp 2nd sg ἐπιγνωρίζω make known pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγνωρίζουσαι — ἐπιγνωρίζω make known pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) ἐπιγνωρίζω make known pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»